Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
ὑποκοιλίς
ὑπόκοιλος
ὑποκολακεύω
ὑποκόλαμμα
View word page
ὑποκλύω
hear
ShortDef
hear
Debugging
Headword:
ὑποκλύω
Headword (normalized):
ὑποκλύω
Headword (normalized/stripped):
υποκλυω
IDX:
91913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91914
Key:
Data
{'content': 'hear'}