Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκλάζω2
ὑποκλαίω
ὑπόκλαστος
ὑποκλάω
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
ὑποκνίζω
ὑποκνυζάομαι
ὑποκοιλαίνω
ὑποκοίλιον
View word page
ὑπόκλοπος
guileful

ShortDef

guileful

Debugging

Headword:
ὑπόκλοπος
Headword (normalized):
ὑπόκλοπος
Headword (normalized/stripped):
υποκλοπος
IDX:
91909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91910
Key:

Data

{'content': 'guileful'}