Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκκινος
ὑποκλαγγάνω
ὑποκλαδόν
ὑποκλάζω
ὑποκλάζω2
ὑποκλαίω
ὑπόκλαστος
ὑποκλάω
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
Ὑποκνημίδιος
View word page
ὑποκλινής
subject, subordinate

ShortDef

subject, subordinate

Debugging

Headword:
ὑποκλινής
Headword (normalized):
ὑποκλινής
Headword (normalized/stripped):
υποκλινης
IDX:
91905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91906
Key:

Data

{'content': 'subject, subordinate'}