Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκιστίς
ὑπόκκινος
ὑποκλαγγάνω
ὑποκλαδόν
ὑποκλάζω
ὑποκλάζω2
ὑποκλαίω
ὑπόκλαστος
ὑποκλάω
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
ὑποκλυσμός
ὑποκλύω
ὑποκνήθω
View word page
ὑποκλέπτω
to steal underhand, filch
ShortDef
to steal underhand, filch
Debugging
Headword:
ὑποκλέπτω
Headword (normalized):
ὑποκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκλεπτω
IDX:
91904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91905
Key:
Data
{'content': 'to steal underhand, filch'}