Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκίρναμαι
ὑπόκιρρος
ὑποκιρσόω
ὑποκιστίς
ὑπόκκινος
ὑποκλαγγάνω
ὑποκλαδόν
ὑποκλάζω
ὑποκλάζω2
ὑποκλαίω
ὑπόκλαστος
ὑποκλάω
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑπόκλοπος
ὑποκλύζω
ὑπόκλυσις
View word page
ὑπόκλαστος
slightly curlyhaired

ShortDef

slightly curlyhaired

Debugging

Headword:
ὑπόκλαστος
Headword (normalized):
ὑπόκλαστος
Headword (normalized/stripped):
υποκλαστος
IDX:
91901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91902
Key:

Data

{'content': 'slightly curlyhaired'}