Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
ἀντισκαιωρέω
ἀντισκευάζομαι
ἀντίσκηνος
ἀντίσκιος
ἀντισκοτέω
ἀντισκότησις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
View word page
ἀντισκευάζομαι
to furnish for oneself in turn
ShortDef
to furnish for oneself in turn
Debugging
Headword:
ἀντισκευάζομαι
Headword (normalized):
ἀντισκευάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισκευαζομαι
IDX:
9189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9190
Key:
Data
{'content': 'to furnish for oneself in turn'}