Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκινδυνεύω
ὑποκίνδυνος
ὑποκινέω
ὑποκίνυμι
ὑποκινύρομαι
ὑποκίρναμαι
ὑπόκιρρος
ὑποκιρσόω
ὑποκιστίς
ὑπόκκινος
ὑποκλαγγάνω
ὑποκλαδόν
ὑποκλάζω
ὑποκλάζω2
ὑποκλαίω
ὑπόκλαστος
ὑποκλάω
ὑποκλείω
ὑποκλέπτω
ὑποκλινής
ὑποκλίνω
View word page
ὑποκλαγγάνω
cry out a little

ShortDef

cry out a little

Debugging

Headword:
ὑποκλαγγάνω
Headword (normalized):
ὑποκλαγγάνω
Headword (normalized/stripped):
υποκλαγγανω
IDX:
91896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91897
Key:

Data

{'content': 'cry out a little'}