Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκειμαι
ὑποκείρω
ὑποκεκορισμένως
ὑποκέλευσμα
ὑποκελεύω
ὑπόκενος
ὑποκενόω
ὑποκεντέω
ὑποκέραμος
ὑποκερχαλέος
ὑποκεφάλαιον
ὑποκήρυγμα
ὑποκηρύσσω
ὑποκιθαρίζω
ὑποκιναιδέω
ὑποκινδυνεύω
ὑποκίνδυνος
ὑποκινέω
ὑποκίνυμι
ὑποκινύρομαι
ὑποκίρναμαι
View word page
ὑποκεφάλαιον
pillow, cushion

ShortDef

pillow, cushion

Debugging

Headword:
ὑποκεφάλαιον
Headword (normalized):
ὑποκεφάλαιον
Headword (normalized/stripped):
υποκεφαλαιον
IDX:
91881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91882
Key:

Data

{'content': 'pillow, cushion'}