Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόκαυστος
ὑποκαύστρα
ὑπόκειμαι
ὑποκείρω
ὑποκεκορισμένως
ὑποκέλευσμα
ὑποκελεύω
ὑπόκενος
ὑποκενόω
ὑποκεντέω
ὑποκέραμος
ὑποκερχαλέος
ὑποκεφάλαιον
ὑποκήρυγμα
ὑποκηρύσσω
ὑποκιθαρίζω
ὑποκιναιδέω
ὑποκινδυνεύω
ὑποκίνδυνος
ὑποκινέω
ὑποκίνυμι
View word page
ὑποκέραμος
tiled

ShortDef

tiled

Debugging

Headword:
ὑποκέραμος
Headword (normalized):
ὑποκέραμος
Headword (normalized/stripped):
υποκεραμος
IDX:
91879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91880
Key:

Data

{'content': 'tiled'}