Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
ἀντισκαιωρέω
ἀντισκευάζομαι
ἀντίσκηνος
ἀντίσκιος
ἀντισκοτέω
ἀντισκότησις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
View word page
ἀντισιωπάω
to be silent in turn

ShortDef

to be silent in turn

Debugging

Headword:
ἀντισιωπάω
Headword (normalized):
ἀντισιωπάω
Headword (normalized/stripped):
αντισιωπαω
IDX:
9187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9188
Key:

Data

{'content': 'to be silent in turn'}