Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκατορύσσω
ὑποκάτω
ὑποκάτωθεν
ὑποκατώρυχος
ὑπόκαυσις
ὑποκαυστήριον
ὑποκαύστης
ὑπόκαυστον
ὑπόκαυστος
ὑποκαύστρα
ὑπόκειμαι
ὑποκείρω
ὑποκεκορισμένως
ὑποκέλευσμα
ὑποκελεύω
ὑπόκενος
ὑποκενόω
ὑποκεντέω
ὑποκέραμος
ὑποκερχαλέος
ὑποκεφάλαιον
View word page
ὑπόκειμαι
to lie under

ShortDef

to lie under

Debugging

Headword:
ὑπόκειμαι
Headword (normalized):
ὑπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υποκειμαι
IDX:
91871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91872
Key:

Data

{'content': 'to lie under'}