Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
ὑποκατέρχομαι
ὑποκατεσθίω
ὑποκατέχω
ὑποκατορύσσω
ὑποκάτω
ὑποκάτωθεν
ὑποκατώρυχος
ὑπόκαυσις
ὑποκαυστήριον
ὑποκαύστης
ὑπόκαυστον
View word page
ὑποκατέρχομαι
go down (as sediment)

ShortDef

go down (as sediment)

Debugging

Headword:
ὑποκατέρχομαι
Headword (normalized):
ὑποκατέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκατερχομαι
IDX:
91858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91859
Key:

Data

{'content': 'go down (as sediment)'}