Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
ὑποκατέρχομαι
ὑποκατεσθίω
ὑποκατέχω
ὑποκατορύσσω
ὑποκάτω
ὑποκάτωθεν
View word page
ὑποκατάστατος
obstinatus, substitutus

ShortDef

obstinatus, substitutus

Debugging

Headword:
ὑποκατάστατος
Headword (normalized):
ὑποκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
υποκαταστατος
IDX:
91853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91854
Key:

Data

{'content': 'obstinatus, substitutus'}