Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
ὑποκατέρχομαι
ὑποκατεσθίω
View word page
ὑποκατασκευάζω
prepare secretly

ShortDef

prepare secretly

Debugging

Headword:
ὑποκατασκευάζω
Headword (normalized):
ὑποκατασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
υποκατασκευαζω
IDX:
91849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91850
Key:

Data

{'content': 'prepare secretly'}