Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
ὑποκατέρχομαι
View word page
ὑποκατάρατος
subject to a curse

ShortDef

subject to a curse

Debugging

Headword:
ὑποκατάρατος
Headword (normalized):
ὑποκατάρατος
Headword (normalized/stripped):
υποκαταρατος
IDX:
91848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91849
Key:

Data

{'content': 'subject to a curse'}