Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
View word page
ὑποκαταπίπτω
sink down under

ShortDef

sink down under

Debugging

Headword:
ὑποκαταπίπτω
Headword (normalized):
ὑποκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκαταπιπτω
IDX:
91847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91848
Key:

Data

{'content': 'sink down under'}