Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
View word page
ὑποκατάκλισις
taking a lower place, compliance, servility
ShortDef
taking a lower place, compliance, servility
Debugging
Headword:
ὑποκατάκλισις
Headword (normalized):
ὑποκατάκλισις
Headword (normalized/stripped):
υποκατακλισις
IDX:
91845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91846
Key:
Data
{'content': 'taking a lower place, compliance, servility'}