Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
View word page
ὑποκατακλείω
enclose underneath

ShortDef

enclose underneath

Debugging

Headword:
ὑποκατακλείω
Headword (normalized):
ὑποκατακλείω
Headword (normalized/stripped):
υποκατακλειω
IDX:
91843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91844
Key:

Data

{'content': 'enclose underneath'}