Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
View word page
ὑποκατακλάω
break gradually

ShortDef

break gradually

Debugging

Headword:
ὑποκατακλάω
Headword (normalized):
ὑποκατακλάω
Headword (normalized/stripped):
υποκατακλαω
IDX:
91842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91843
Key:

Data

{'content': 'break gradually'}