Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
View word page
ὑποκαταγελάω
laugh in one's sleeve at

ShortDef

laugh in one's sleeve at

Debugging

Headword:
ὑποκαταγελάω
Headword (normalized):
ὑποκαταγελάω
Headword (normalized/stripped):
υποκαταγελαω
IDX:
91841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91842
Key:

Data

{'content': "laugh in one's sleeve at"}