Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
View word page
ὑποκαταβάλλω
throw down under

ShortDef

throw down under

Debugging

Headword:
ὑποκαταβάλλω
Headword (normalized):
ὑποκαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
υποκαταβαλλω
IDX:
91839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91840
Key:

Data

{'content': 'throw down under'}