Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
ὑποκαταπίπτω
View word page
ὑποκαρώδης
somewhat lethargic

ShortDef

somewhat lethargic

Debugging

Headword:
ὑποκαρώδης
Headword (normalized):
ὑποκαρώδης
Headword (normalized/stripped):
υποκαρωδης
IDX:
91837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91838
Key:

Data

{'content': 'somewhat lethargic'}