Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
ὑποκαταλείπω
View word page
ὑποκάρφω
dry a little

ShortDef

dry a little

Debugging

Headword:
ὑποκάρφω
Headword (normalized):
ὑποκάρφω
Headword (normalized/stripped):
υποκαρφω
IDX:
91836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91837
Key:

Data

{'content': 'dry a little'}