Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
ὑποκατάκλισις
View word page
ὑπόκαρπος
bearing fruit

ShortDef

bearing fruit

Debugging

Headword:
ὑπόκαρπος
Headword (normalized):
ὑπόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
υποκαρπος
IDX:
91835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91836
Key:

Data

{'content': 'bearing fruit'}