Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
ὑποκατακλείω
ὑποκατακλίνω
View word page
ὑποκάρπιος
under the wrist
ShortDef
under the wrist
Debugging
Headword:
ὑποκάρπιος
Headword (normalized):
ὑποκάρπιος
Headword (normalized/stripped):
υποκαρπιος
IDX:
91834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91835
Key:
Data
{'content': 'under the wrist'}