Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
ὑποκαταγελάω
ὑποκατακλάω
View word page
ὑποκάρδιος
in the heart

ShortDef

in the heart

Debugging

Headword:
ὑποκάρδιος
Headword (normalized):
ὑποκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
υποκαρδιος
IDX:
91832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91833
Key:

Data

{'content': 'in the heart'}