Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
ὑποκατάβασις
View word page
ὑποκαπνιστός
to be used for fumigation
ShortDef
to be used for fumigation
Debugging
Headword:
ὑποκαπνιστός
Headword (normalized):
ὑποκαπνιστός
Headword (normalized/stripped):
υποκαπνιστος
IDX:
91830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91831
Key:
Data
{'content': 'to be used for fumigation'}