Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
ὑποκαταβάλλω
View word page
ὑποκαπνιστέον
one must fumigate

ShortDef

one must fumigate

Debugging

Headword:
ὑποκαπνιστέον
Headword (normalized):
ὑποκαπνιστέον
Headword (normalized/stripped):
υποκαπνιστεον
IDX:
91829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91830
Key:

Data

{'content': 'one must fumigate'}