Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
ὑποκαταβαίνω
View word page
ὑποκαπνισμός
fumigation

ShortDef

fumigation

Debugging

Headword:
ὑποκαπνισμός
Headword (normalized):
ὑποκαπνισμός
Headword (normalized/stripped):
υποκαπνισμος
IDX:
91828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91829
Key:

Data

{'content': 'fumigation'}