Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
ὑποκαρώδης
View word page
ὑποκάπνισμα
that with which one fumigates
ShortDef
that with which one fumigates
Debugging
Headword:
ὑποκάπνισμα
Headword (normalized):
ὑποκάπνισμα
Headword (normalized/stripped):
υποκαπνισμα
IDX:
91827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91828
Key:
Data
{'content': 'that with which one fumigates'}