Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
ὑποκάρφω
View word page
ὑποκαπνίζω
burn

ShortDef

burn

Debugging

Headword:
ὑποκαπνίζω
Headword (normalized):
ὑποκαπνίζω
Headword (normalized/stripped):
υποκαπνιζω
IDX:
91826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91827
Key:

Data

{'content': 'burn'}