Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
ὑπόκαρπος
View word page
ὑποκάπηλος
petty huckster
ShortDef
petty huckster
Debugging
Headword:
ὑποκάπηλος
Headword (normalized):
ὑποκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
υποκαπηλος
IDX:
91825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91826
Key:
Data
{'content': 'petty huckster'}