Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποκάθημαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
ὑποκάρπιος
View word page
ὑποκάμπτω
to bend short back, turn in under

ShortDef

to bend short back, turn in under

Debugging

Headword:
ὑποκάμπτω
Headword (normalized):
ὑποκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκαμπτω
IDX:
91824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91825
Key:

Data

{'content': 'to bend short back, turn in under'}