Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποκαθέζομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
ὑποκαπνισμός
ὑποκαπνιστέον
ὑποκαπνιστός
ὑποκάπτω
ὑποκάρδιος
ὑποκαρόω
View word page
ὑποκαμπή
bend
ShortDef
bend
Debugging
Headword:
ὑποκαμπή
Headword (normalized):
ὑποκαμπή
Headword (normalized/stripped):
υποκαμπη
IDX:
91823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91824
Key:
Data
{'content': 'bend'}