Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποιστέον
ὑποιστός
ὑποϊσχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποκαθαίρω
ὑποκάθαρσις
ὑποκαθέζομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
ὑποκάπηλος
ὑποκαπνίζω
ὑποκάπνισμα
View word page
ὑποκάθισμα
ambush
ShortDef
ambush
Debugging
Headword:
ὑποκάθισμα
Headword (normalized):
ὑποκάθισμα
Headword (normalized/stripped):
υποκαθισμα
IDX:
91817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91818
Key:
Data
{'content': 'ambush'}