Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποιμώζω
ὕποινος
ὑποϊππαρχέω
ὑποιστέον
ὑποιστός
ὑποϊσχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποκαθαίρω
ὑποκάθαρσις
ὑποκαθέζομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
ὑποκακοήθης
ὑποκαμίσιον
ὑποκαμπή
ὑποκάμπτω
View word page
ὑποκάθημαι
to be seated in

ShortDef

to be seated in

Debugging

Headword:
ὑποκάθημαι
Headword (normalized):
ὑποκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
υποκαθημαι
IDX:
91814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91815
Key:

Data

{'content': 'to be seated in'}