Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
ἀντισκαιωρέω
ἀντισκευάζομαι
ἀντίσκηνος
View word page
ἀντισήκωσις
equipoise, compensation

ShortDef

equipoise, compensation

Debugging

Headword:
ἀντισήκωσις
Headword (normalized):
ἀντισήκωσις
Headword (normalized/stripped):
αντισηκωσις
IDX:
9180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9181
Key:

Data

{'content': 'equipoise, compensation'}