Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποϊάχω
ὑποίγνυμι
ὑποιδαλέος
ὑποιδέω
ὕποιδος
ὑποικέω
ὑποικίζομαι
ὑποικοδομέω
ὑποικουρέω
ὑποικουρία
ὑποιμώζω
ὕποινος
ὑποϊππαρχέω
ὑποιστέον
ὑποιστός
ὑποϊσχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποκαθαίρω
ὑποκάθαρσις
ὑποκαθέζομαι
ὑποκάθημαι
View word page
ὑποιμώζω
to wail softly, to whimper
ShortDef
to wail softly, to whimper
Debugging
Headword:
ὑποιμώζω
Headword (normalized):
ὑποιμώζω
Headword (normalized/stripped):
υποιμωζω
IDX:
91804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91805
Key:
Data
{'content': 'to wail softly, to whimper'}