Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποθωΰσσω
ὑποϊάστιος
ὑποϊάχω
ὑποίγνυμι
ὑποιδαλέος
ὑποιδέω
ὕποιδος
ὑποικέω
ὑποικίζομαι
ὑποικοδομέω
ὑποικουρέω
ὑποικουρία
ὑποιμώζω
ὕποινος
ὑποϊππαρχέω
ὑποιστέον
ὑποιστός
ὑποϊσχάνω
ὑποΐσχομαι
View word page
ὑποικίζομαι
dwell under; lie hidden

ShortDef

dwell under; lie hidden

Debugging

Headword:
ὑποικίζομαι
Headword (normalized):
ὑποικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποικιζομαι
IDX:
91800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91801
Key:

Data

{'content': 'dwell under; lie hidden'}