Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
ἀντισκαιωρέω
ἀντισκευάζομαι
View word page
ἀντισήκωμα
equipoise, compensation

ShortDef

equipoise, compensation

Debugging

Headword:
ἀντισήκωμα
Headword (normalized):
ἀντισήκωμα
Headword (normalized/stripped):
αντισηκωμα
IDX:
9179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9180
Key:

Data

{'content': 'equipoise, compensation'}