Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποθιγγάνω
ὑπόθλασμα
ὑποθλάω
ὑποθλίβω
ὑποθοιναρμόστρια
ὑποθολόω
ὑποθορυβέω
ὑποθραύω
ὑποθρεπτέος
ὑποθρόνιον
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίαμα
ὑποθυμίασις
ὑποθυμιατέον
ὑποθυμιάω
ὑποθυμίς
ὑπόθυψις
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποθωΰσσω
ὑποϊάστιος
View word page
ὑποθρύπτομαι
to be delicate

ShortDef

to be delicate

Debugging

Headword:
ὑποθρύπτομαι
Headword (normalized):
ὑποθρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
υποθρυπτομαι
IDX:
91783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91784
Key:

Data

{'content': 'to be delicate'}