Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω
View word page
ἀντίσηκος
compensating, equivalent

ShortDef

compensating, equivalent

Debugging

Headword:
ἀντίσηκος
Headword (normalized):
ἀντίσηκος
Headword (normalized/stripped):
αντισηκος
IDX:
9177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9178
Key:

Data

{'content': 'compensating, equivalent'}