Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποθέτης
ὑποθετικός
ὑπόθετος
ὑποθέω
ὑποθεωρέω
Ὑποθῆβαι
ὑποθήγω
ὑποθηκάριος
ὑποθήκη
ὑποθηκιμαῖος
ὑπόθηλυς
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθιγγάνω
ὑπόθλασμα
ὑποθλάω
ὑποθλίβω
ὑποθοιναρμόστρια
ὑποθολόω
ὑποθορυβέω
View word page
ὑπόθηλυς
effeminate
ShortDef
effeminate
Debugging
Headword:
ὑπόθηλυς
Headword (normalized):
ὑπόθηλυς
Headword (normalized/stripped):
υποθηλυς
IDX:
91769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91770
Key:
Data
{'content': 'effeminate'}