Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιρρητορεύω
ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
Ἀντισθενισμός
ἀντίσιγμα
View word page
ἀντισεμνύνομαι
to meet pride with pride

ShortDef

to meet pride with pride

Debugging

Headword:
ἀντισεμνύνομαι
Headword (normalized):
ἀντισεμνύνομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισεμνυνομαι
IDX:
9176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9177
Key:

Data

{'content': 'to meet pride with pride'}