Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέον
ὑποθετέος
ὑποθέτης
ὑποθετικός
ὑπόθετος
ὑποθέω
ὑποθεωρέω
Ὑποθῆβαι
ὑποθήγω
ὑποθηκάριος
ὑποθήκη
ὑποθηκιμαῖος
ὑπόθηλυς
ὑπόθημα
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθιγγάνω
ὑπόθλασμα
ὑποθλάω
View word page
ὑποθήγω
whet
ShortDef
whet
Debugging
Headword:
ὑποθήγω
Headword (normalized):
ὑποθήγω
Headword (normalized/stripped):
υποθηγω
IDX:
91765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91766
Key:
Data
{'content': 'whet'}