Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
ὑποθέναρ
ὑποθεραπεύω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέον
ὑποθετέος
ὑποθέτης
ὑποθετικός
ὑπόθετος
ὑποθέω
ὑποθεωρέω
Ὑποθῆβαι
View word page
ὑποθερμαίνω
to heat a little

ShortDef

to heat a little

Debugging

Headword:
ὑποθερμαίνω
Headword (normalized):
ὑποθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποθερμαινω
IDX:
91754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91755
Key:

Data

{'content': 'to heat a little'}