Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
ὑποθέναρ
ὑποθεραπεύω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέον
ὑποθετέος
ὑποθέτης
View word page
ὑποθειάζω
to be divinely inspired

ShortDef

to be divinely inspired

Debugging

Headword:
ὑποθειάζω
Headword (normalized):
ὑποθειάζω
Headword (normalized/stripped):
υποθειαζω
IDX:
91749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91750
Key:

Data

{'content': 'to be divinely inspired'}