Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιρρητέον
ἀντιρρητικός
ἀντιρρητορεύω
ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
ἀντισάζω
ἀντισέβομαι
ἀντισεμνύνομαι
ἀντίσηκος
ἀντισηκόω
ἀντισήκωμα
ἀντισήκωσις
ἀντισημαίνω
ἀντισήπω
Ἀντισθένειοι
Ἀντισθένης
View word page
ἀντισάζω
to be equal with, compensate
ShortDef
to be equal with, compensate
Debugging
Headword:
ἀντισάζω
Headword (normalized):
ἀντισάζω
Headword (normalized/stripped):
αντισαζω
IDX:
9174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9175
Key:
Data
{'content': 'to be equal with, compensate'}