Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
ὑποθέναρ
ὑποθεραπεύω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέον
View word page
ὑποθάλπω
to heat inwardly

ShortDef

to heat inwardly

Debugging

Headword:
ὑποθάλπω
Headword (normalized):
ὑποθάλπω
Headword (normalized/stripped):
υποθαλπω
IDX:
91747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91748
Key:

Data

{'content': 'to heat inwardly'}