Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
ὑπόζωμα
ὑποζώνη
ὑποζώνιος
ὑποζώννυμι
ὑποθάλπω
ὑποθαρρέω
ὑποθειάζω
ὑπόθεμα
ὑποθεματιαῖος
ὑποθέναρ
ὑποθεραπεύω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
View word page
ὑποζώννυμι
to undergird

ShortDef

to undergird

Debugging

Headword:
ὑποζώννυμι
Headword (normalized):
ὑποζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποζωννυμι
IDX:
91746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91747
Key:

Data

{'content': 'to undergird'}